- μπέρτα
- η(λ. γαλλ.), πανωφόρι χωρίς μανίκια που κουμπώνει στο λαιμό, η πελερίνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπέρτα — η εξωτερικό ένδυμα χωρίς μανίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. berthe] … Dictionary of Greek
Σούτνερ, Μπέρτα — (Suttner). Αυστριακή συγγραφέας (Πράγα 1843 Βιέννη 1914). Από αριστοκρατική οικογένεια, έζησε με τον σύζυγό της για δέκα χρόνια στην Τιφλίδα. Υπήρξε μέλος διάφορων ειρηνιστικών συλλόγων και για τη δράση της πήρε το βραβείο Νόμπελ της ειρήνης το… … Dictionary of Greek
επινωτίδιος — ἐπινωτίδιος, ον (Α) τραχύ μάλλινο πανωφόρι που κάλυπτε τα νώτα, την πλάτη, η μπέρτα, η κάπα … Dictionary of Greek
επινώτιος — α, ο (Α ἐπινώτιος, ον) [νώτιος] αυτός που φέρεται στα νώτα, στις πλάτες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το επινώτιο ένδυμα χωρίς μανίκια που φέρεται πάνω στην πλάτη, κν. μπέρτα, σάλι αρχ. ωμοπλάτη … Dictionary of Greek
μπερτάκι — το 1. μικρή μπέρτα. 2. βλ. μπερντάχι … Dictionary of Greek
μπερτίτσα — η μικρή μπέρτα … Dictionary of Greek
πελερίνα — η φαρδύ πανωφόρι μονοκόμματο και χωρίς μανίκια που ρίχνεται στους ώμους, αλλ. μπέρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pelerin < νεολατ. pelegrinus] … Dictionary of Greek
περιώμιο(ν) — τὸ, Ν ένδυμα που καλύπτει τους ώμους, μπέρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὦμος + επίθημα ιον] … Dictionary of Greek
πελερίνα — η (λ. γαλλ.), κοντό πανωφόρι χωρίς μανίκια, μπέρτα (λ. γαλλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)